Tον περασμένο Οκτώβριο στην Kρακοβία της Πολωνίας έλαβε χώρα ένα από τα καλύτερα φεστιβάλ σύγχρονης αστικής μουσικής στην Ευρώπη, το Unsound Festival. Με ένα καταπληκτικό line up που περιελάμβανε καλλιτέχνες όπως Τim Hecker, Mount Kimbie, James Blake, Moritz Von Oswald Trio, Shackleton, Joy Orbison, Mice Parade, Εleven Tigers κ.ά. προσέλκυσε πολλούς ενδιαφερόμενους με πάνω από 50 καλλιτέχνες να εμφανίζονται στις 7 μέρες του φεστιβάλ. Εκεί βρέθηκε και ο Χρήστος (Mezzazine Blog) ο οποίος συνάντησε τον 24χρόνο Λιθουανό Eleven Tigers καταφέρνοντας να του αποσπάσει μία εκ βαθέων συνέντευξη για λογαριασμό του Paranoise, για την οποία τον ευχαριστούμε πολύ!
Πότε ξεκίνησε η σχέση σου με την μουσική;
Νομίζω 10 χρόνια πριν, όταν ξεκίνησα μαθήματα ντραμς σε ωδείο. Απόφασισα να μάθω τζαζ επηρεασμένος από τους φίλους, ήθελα πολύ να μάθω ένα μουσικό όργανο και σκέφτηκα ότι τα ντραμς είναι καλή φάση. Ασχολήθηκα τέσσερα χρόνια, ώσπου άρχισα ν’ακούω acid jazz...
Σαν Jamiroquai;
Όχι ακριβώς, πιο ηλεκτρονικά πράγματα. Μετά ανακάλυψα την Ninja Tune, την Kompakt και μου γεννήθηκε η επιθυμία να κάνω κάτι αντίστοιχο. Οι γονείς μου έκαναν δώρο στα γενέθλιά μου έναν υπολογιστή και αυτό ήταν! Τελείωσα το ωδείο, ξέχασα τα ντραμς και καθόμουν μπροστά από τον υπολογιστή προσπαθώντας να καταλάβω πώς να φτιάξω κάτι.
Ασχολήθηκες ξανά με τα τύμπανα;
Νομίζω ότι τα πούλησα πριν φύγω για το Λονδίνο, χρειαζόμουν άλλωστε λεφτά και δεν ήταν εύκολο να τα πάρω μαζί μου.
Έχοντας λοιπόν εμπειρία με φυσικά όργανα από τη μια και τα διάφορα ηλεκτρονικά από την άλλη, βρίσκεις διαφορές μεταξύ τους στον τρόπο που τα χρησιμοποιείς σε μια ζωντανή εμφάνιση;
Πιστεύω ότι εξαρτάται απ’τον καθένα, το πώς προετοιμάζει το setup και το software του. Προσωπικά, προσπαθώ να έχω οργανικό, φυσικό ήχο έτσι ώστε να νοιώθω αυτά που παίζω, αλλά είναι δύσκολο αυτό το μονοπάτι. Πειραματίζομαι συνεχώς με διαφορετικές ρυθμίσεις γιατί είναι δύσκολο να πετύχω αυτό το συναίσθημα. Μερικές φορές νοιώθω ότι παίζω τα ίδια. Τώρα είμαι ικανοποιημένος, είναι αρκετά αυτό-σχεδιαστικό το setup, οπότε νοιώθω σαν να αυτοσχεδιάζω μ’ένα μουσικό όργανο.
Φαινόταν και από το live set σου, από τον τρόπο που χειριζόσουν τον εξοπλισμό σου, ότι υπήρχε μια σωματική σχέση, όπως θα είχε ένας ντράμερ με το δικό του kit.
Ναι, ίσως να συνδέονται κάπως έτσι, πάντοτε κινούμαι στους ρυθμούς της μουσικής χωρίς να είναι απαραίτητα χορευτική, πάντα συνδέω το σώμα μου μαζί της. Μου βγαίνει φυσικά, δεν το σκέφτομαι!
Ανέφερες πριν την μετακίνησή σου στο Λονδίνο. Τι έψαχνες εκεί;
Έψαχνα έμπνευση! Πίστευα ότι με το να έμενα στην Λιθουανία δεν θα κατάφερνα κάτι. Ήθελα να ζήσω σε μια μεγαλύτερη πόλη, ήξερα ότι το Λονδίνο είναι το καλύτερο μέρος όσον αφορά την ηλεκτρονική μουσική, οπότε αποφάσισα να το προσπαθήσω και να δω τι θα βγει. Στην αρχή ήμουν αρκετά μπερδεμένος, χρειάζεται άλλωστε πολλή προσπάθεια για να καταφέρεις να ενσωματωθείς. Τελικά βρήκα το dubstep στις αρχές του, όπου όλοι ήταν ίσοι και έφτιαχναν μουσική στο ίδιο επίπεδο, όποτε ένοιωσα ότι αυτή είναι η φάση μου και αποφάσισα να ακολoυθήσω τα βήματα του Burial.
Πλέον τώρα ο ήχος που ήταν κάποτε dubstep έχει διακλαδιστεί και πολλά διαφορετικά πράγματα εξελίσσονται. Πού θα τοποθετούσες τον ήχο σου στην σύγχρονη ηλεκτρονική σκηνή;
Είναι λίγο περίεργο γιατί πλέον δεν νοιώθω ότι ανήκω κάπου. Θέλω να χτίσω τον δικό μου κόσμο, όπου ο καθένας μπορεί να έρθει και να γουστάρει, κι όχι να με κατατάσουν σε είδη και labels.
Εννοούσα αν υπάρχουν καλλιτέχνες με τους οποίους νοιώθεις ότι μοιράζεσαι μια κοινή προσέγγιση, μια κοινή αισθητική άποψη.
Θα μπορούσα να πω ότι μου αρέσει πολύ η δουλειά του Monolake, γιατί προσπαθεί να εναρμονίσει μουσική και τη hardware τεχνολογία. Έπειτα κάποιοι μικροί καλλιτέχνες, αυτή η στιγμή δεν μπορώ να θυμηθώ ονόματα. Κάποιοι απ’αυτούς είναι εννοιολογικοί καλλιτέχνες και τους ενδιαφέρει όχι μόνο η μουσική αλλά και το γύρω από αυτήν, δημιουργούν μια ιστορία. Καμιά φορά είναι ανανεωτικό να βλέπεις κάτι παραπάνω από ένα καλό dj και ωραία κομμάτια.
Αναφέρεις στις συνεντεύξεις σου τους Talk Talk, εξίσου αγαπημένοι μου. Μήπως βρίσκεις και σε αυτούς την εξέλιξη μιας ιστορίας στη μουσική τους;
Όταν τους ανακάλυψα, κατάλαβα ότι είχα βρει κάτι που με αντιπροσωπεύει πλήρως, ήταν σχεδόν τρομακτικό. Σκεφτόμουν, αυτή είναι η μουσική που θέλω να φτιάξω! Έπειτα απογοητεύτηκα ότι δεν θα μπορέσω να κάνω κάτι καλύτερο. Είναι τα πάντα γύρω από τη δουλειά του Mark Hollis (τραγουδιστής, κιθαρίστας και κύρια δημιουργική δύναμη των Talk Talk), τα συναισθήματα είναι ριζωμένα στους ήχους. Με ώθησαν να ανακαλύψω περισσότερα για μένα, προσπαθώντας να ανασύρω πράγματα από μέσα μου. Μου αρέσει επίσης η αυτοσχεδιαστική τους φύση, το πώς φαίνεται ότι η μουσική έρχεται κατευθείαν από την ψυχή, το πώς παίζουν, η φωνή του Mark Hollis. Όλα μαζί δίνουν ένα καταπληκτικό αποτέλεσμα.
Ήθελες δηλαδή ν’αποδόσεις τα ίδια συναισθήματα με το δικό σου τρόπο;
Όχι τόσο τα συναισθήματα, αλλά την οπτική τους γωνία. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το εκφράσω λεκτικά.
Η μουσική σου βασίζεται πολύ στην ατμόσφαιρα που χτίζει. Ακόμα και το live set σου σήμερα είχε πολλά ατμοσφαιρικά περάσματα. Στο δίσκο σου είναι βέβαια εμφανέστερο, κυρίως λόγω του πώς τα κομμάτια ρέουν το ένα μέσα στο άλλο, δίχως διακοπές. Πώς προέκυψε αυτή η απόφαση;
Δεν σκεφτόμουν να μπω στην διαδικασία ενός δίσκου, μέχρι που μετά από ένα live στην Μπρατισλάβα συνειδητοποίησα ότι το set μου εκείνο το βράδυ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας δίσκος. Παίζοντας, ένιωσα ότι έχει μια ροή. Έτσι ηχογράφησα το μεγαλύτερο κομμάτι ζωντανά και μετά το επεξεργάστηκα απομακρύνοντας τα λάθη ή κάποια αδιάφορα μέρη. Θέλω να δουλέψω έτσι και τον επόμενό μου δίσκο. Δεν μου βγαίνει καθόλου το να κάθομαι και να φτιάχνω κομμάτι κομμάτι και να ψάχνω ένα τρόπο να τα συνδέω. Όλα έρχονται συνεχόμενα, κάνω κάτι, έπειτα προσθέτω κάτι στο live set, μετά βλέπω αν χρειάζεται κάτι ακόμα και έτσι εξελίσσεται.
Η Λιθουανία έχει επηρεάσει τη μουσική σου, έμμεσα ή άμεσα;
Η μεγαλύτερη επιρροή είναι ένα είδος σοβιετικής νοσταλγίας, μ’έναν τρόπο ταρκοφσκικό. Η φύση στην Λιθουανία επίσης μ’έχει επηρεάσει πολύ. Δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο, αλλά πάντοτε κανείς συνδέεται με την πατρίδα του. Έχουμε πολύ μακρείς χειμώνες με άφθονο χιόνι. Ακόμα, οι γονείς μου είναι δάσκαλοι υποκριτικής και διατηρούν μια μεγάλη αίθουσα που στέγαζει θέατρο για τη νεολαία. ‘Ημουν πάντα μέσα στο θέατρο, 17 χρόνια και μ’έχει εμπνεύσει πολύ. Συμμετείχα πάντοτε, μπορώ να πω ότι η εκπαίδευσή μου ήταν στο θέατρο.
Τι πιστεύεις για τη χρήση της φωνής στην ηλεκτρονική μουσική; Την χρησιμοποιείς σαν ένα όργανο ή είναι κάτι διαφορετικό;
Είναι απλώς ζήτημα το να βρεις το σωστό άτομο που μπορεί να τραγουδήσει το συναίσθημα που θες να βγάλεις όπως ζητάς από ένα σαξοφωνίστα να παίξει κάτι και αν μπορεί το παίζει. Είναι λοιπόν σαν όργανο επιφανειακά, αλλά οι λέξεις προσθέτουν το κάτι παραπάνω. Είναι πραγματικά ωραίο να δουλεύεις με τραγουδιστές, είναι κάτι που θέλω να κάνω περισσότερο. Ο καθένας έχει τη δική του μοναδική χροιά, μπορείς να κάνεις τόσα πολλά με τη φωνή. Και είναι πάντα ευκολότερο να επικοινωνήσεις με το κόσμο όταν έχεις φωνητικά.
Όσον αφορά εμένα, προσπαθώ να χρησιμοποιώ τους ηλεκτρονικούς ήχους σαν τη φωνή μου και όταν χρησιμοποιώ μιαν φυσική φωνή, όπως αυτήν της Alice που τραγουδά σ’ένα κομμάτι του δίσκου, είναι σαν ένας διάλογος δύο διαφορετικών στοιχείων που συνθέτοντάς τα βγαίνει κάτι πραγματικά όμορφο. Οι ηλεκτρονικοί ήχοι είναι η φωνή μου. Δεν μπορώ να τραγουδήσω κι γι’αυτό τους επεξεργάζομαι πολύ , θέλω να τους κάνω να τραγουδούν κατά κάποιον τρόπο. Γι’αυτό αγαπώ τη μελωδία και βαριέμαι την μινιμαλιστική, ρυθμική μουσική πια. Δεν μπορώ να την ακούσω για πολύ επειδη δεν υπάρχει καθόλου μελωδία. Μου άρεσε πολύ η minimal, το dub techno,αλλά πλέον με κούρασαν, χρειάζομαι μια σύνδεση, κάτι.
Αν στο Clouds Are Mountains, μπορούσες να έχεις κάποιους διάσημους τραγουδιστές, ποιοι θα ήταν αυτοί;
Δεν ξέρω, δεν με νοιάζει αν θα ήταν διάσημος ή όχι, οι καλές φωνές είναι καλές φωνές. Θα μπορούσα να έχω τον Leonard Cohen, λατρεύω την φωνή του! Αλλά δεν έχω κάτι συγκεκριμένο κατά νου. Όποτε ακούω μια καλή φωνή σ’ένα τραγούδι, συνήθως μου περνάει από το μυαλό να τη χρησιμοποιήσω.
Ένα σημαντικό κομμάτι της δουλειάς σου είναι και το site σου, όπου φαίνεται ότι δίνεις αρκετό χρόνο, ανεβάζοντας σκέψεις και ιδέες. Ποια είναι η σχέση με την τεχνολογία; Νιώθεις ότι χάνεται κάτι με την καθημερινή τριβή με προγράμματα, internet κλπ;
Tο μόνο που μπορώ να πω, είναι ότι είμαι πολύ ενθουσιασμένος με τις τόσες δυνατότητες που φέρνει η τεχνολογία με δημιουργικό τρόπο. Το πρόβλημα είναι ότι μου λείπει ο χρόνος για να μάθω όσα θέλω, αν και προσπαθώ πολύ. Απλά νοιώθω ότι δεν είναι έυκολο κανείς να πει πόσο ωφέλιμη ή επιζήμια μπορεί να γίνει η τεχνολογία. Μπορεί να δεις λάθη, κόσμο να χάνεται μέσα στα προγράμματα, ενώ από την άλλη συμβαίνουν τόσα ωραία πράγματα!
Για μένα ένα πρόβλημα είναι ο τεράστιος όγκος πληροφορίας. Χρειάζεται χρόνος ακόμα και για να κατανοήσεις τις δυνατότητες που σου δίνονται και για αυτό πρέπει να ψάχνεις συνεχώς.
Μάλλον αυτό είναι που με ενθουσιάζει πάντα, το να μην σταματώ ποτέ το ψάξιμο. Όταν έχεις μια ιδέα, θα υπάρχει πάντα ένα εργαλείο για αυτήν, θα υπάρχει ένας τρόπος να το κάνεις και η τεχνολογία σε βοηθάει να το πραγματοποιήσεις. Τα πάντα είναι δυνατά!
Ο Eleven Tigers κυκλοφόρησε το 1ο του album Clouds Are Mountains τον περασμένο Ιούνιο στην Soul Motive, το οποίο αποτελεί ένα μίγμα από ρυθμικές μπασσογραμμές και αιθέριες μελωδίες, με ήχο άμεσα επηρεασμένο από τον Burial, δημιουργώντας ένα από τα καλύτερα album της περσινής χρονιάς, ενώ σύντομα τον περιμένουμε και στην Ελλάδα για ζωντανές εμφανίσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
4 comments:
poli kali sinentefxi!!! well done :-)
egkefalikos diskos to clouds are mountains.. exei na dosei o tiger...!
nice interview!
nai kalo diskaki to clouds, k poli endiaferon to interview magkes ;-)
nice interview..once again!
well done my favourite WebRadio!♥
Post a Comment